Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

τι ἐκ καπνοῦ

  • 1 puff

    1. noun
    1) (a small blast of air, wind etc; a gust: A puff of wind moved the branches.) πνοή,φύσημα(αέρα)/τούφα(καπνού),ρουφηξιά
    2) (any of various kinds of soft, round, light or hollow objects: a powder puff; ( also adjective) puff sleeves.) πομπόν/φούσκωμα(σε μανίκι)/μπεζές/(επίθετο)φουσκωτός
    2. verb
    1) (to blow in small blasts: Stop puffing cigarette smoke into my face!; He puffed at his pipe.) καπνίζω νευρικά
    2) (to breathe quickly, after running etc: He was puffing as he climbed the stairs.) ξεφυσώ,λαχανιάζω
    - puffy
    - puff pastry
    - puff out
    - puff up

    English-Greek dictionary > puff

  • 2 smoke detector

    (a device in a building which sounds a fire alarm when smoke passes through it.) ανιχνευτής καπνού

    English-Greek dictionary > smoke detector

  • 3 smokescreen

    1) (a cloud of smoke used to conceal the movements of troops etc.) προπέτασμα καπνού
    2) (something intended to conceal one's activities etc.) προπέτασμα,πρόσχημα

    English-Greek dictionary > smokescreen

  • 4 Curling

    adj.
    See Twisted.
    Curling smoke, subs.: Ar. πλεκτάνη καπνοῦ (Av. 1717).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Curling

  • 5 Trifle

    subs.
    Something: P. and V. τι ( enclitic).
    Something small: P. ὀλίγον τι.
    Something of no value: P. and V. καπνός, ὁ (lit., smoke), Ar. and P. λῆρος, ὁ (Dem. 36; Ar., Lys. 860), φλυαρία, ἡ (Plat., Hipp. Maj. 304B).
    Split hairs over trifles: Ar. περὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν (Nub. 320).
    ——————
    v. intrans.
    P. and V. παίζειν.
    Talk nonsense: P. and V. οὐδὲν λέγειν, ληρεῖν, Ar. and P. φλυαρεῖν, Ar. ὑθλεῖν.
    Split hairs: P. and V. λεπτουργεῖν, Ar. λεπτολογεῖν.
    Trifle with, mock: P. and V. παίζειν πρός (acc.), P. προσπαίζειν (dat.); see Mock.
    Treat lightly: P. περὶ ὀλίγου ποιεῖσθαι; see Disregard.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Trifle

  • 6 Waft

    v. trans.
    P. and V. φέρειν, V. οὐρίζειν, ἐπουρίζειν.
    Be wafted: P. and V. φέρεσθαι, Ar. and P. ἐπουρίζειν (Plat.).
    The breezes waft the wreathes of incense smoke: Ar. θυμιαμάτων δʼ αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ (Av. 1716).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Waft

  • 7 Wreath

    subs.
    V. πλέγμα, τό, πλόκος, ὁ, Ar. and V. πλεκτνη, ἡ.
    Garland: P. and V. στέφανος, ὁ, στέμμα, τό (Plat. but rare P.), V. στέφος, τό; see Fillet.
    Wreath of smoke: Ar. πλεκτνη καπνοῦ (Av. 1717).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wreath

См. также в других словарях:

  • καπνοῦ — καπνόομαι to be turned into smoke pres imperat mp 2nd sg καπνόομαι to be turned into smoke imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) καπνός with smokecoloured grapes masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • πούρο — Τσιγάρο χωρίς τσιγαρόχαρτο. Aποτελείται από περιτυλιγμένα φύλλα καπνού, σε κυλινδρικό σχήμα, που καταλήγει σε κωνοειδή άκρα. Η ποιότητα του π. εξαρτάται κυρίως από το φύλλο που αποτελεί το περικάλυμμα και που διαποτίζει όλο το π. με το άρωμά του …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …   Dictionary of Greek

  • Αγρίνιο — Πόλη (42.390 κάτ.) της Αιτωλοακαρνανίας, η μεγαλύτερη σε πληθυσμό όλου του νομού, πρωτεύουσα της πρώην επαρχίας Τριχωνίδας και έδρα δήμου. Η θέση της στους ακραίους πρόποδες του Παναιτωλικού, στην άκρη μιας εύφορης πεδιάδας που ένα μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • καπνογόνο — Ειδική συσκευή που σχηματίζει νέφη καπνού, με σκοπό την απόκρυψη περιοχών με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από εχθρικά βλέμματα. Ο όρος κ. χρησιμοποιείται πολύ συχνά ως συνώνυμο του νεφογόνου, αν και οι νεφογόνες ουσίες παράγουν και διαχέουν στην… …   Dictionary of Greek

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

  • βακτηρίωση — Ασθένεια των φυτών, που οφείλεται σε βακτήρια. Χαρακτηρίζεται κυρίως από τέσσερις τύπους συμπτωμάτων: τους όγκους (όπως ο φυτικός καρκίνος, που προκαλείται από το αγροβακτήριο το ογκοποιό), τις υγρές σήψεις (όπως η σήψη της πατάτας, που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»